- συντιθέμενον
- συντίθημιplacepres part mp masc acc sgσυντίθημιplacepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υκσώς — οἱ, Α (κατά τον Μαν.) «τὸ σύμπαν Αἰγυπτίων ἔθνος ὑκσώς, τοῡτο δὲ ἐστι βασιλεῑς ποιμένες τὸ γὰρ υκ καθ ἱερὰν γλῶσσαν βασιλέα σημαίνει, τὸ δὲ σως ποιμήν ἐστι, καὶ ποιμένες κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον, καὶ οὕτω συντιθέμενον γίνεται ὑκσώς. Τινὲς δὲ… … Dictionary of Greek